- κακόρεχτος
- και κακόρεκτος -η, -ο1. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος2. αυτός που δεν έχει καλή διάθεση, δύσθυμος, κακόκεφος, αδιάθετος3. αυτός που γίνεται χωρίς όρεξη, άκεφα, απρόθυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -όρεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. αν-όρεχτος, καλ-όρεχτος].
Dictionary of Greek. 2013.